Η παιδική ψυχανάλυση διδάσκει ότι μια από τις σπουδαιότερες διαδικασίες, της ανάπτυξης είναι η διαδικασία του «αποχωρισμού-ατομικοποίησης». Οι όροι αυτοί αναφέρονται στην πορεία που ο καθένας μας διαγράφει, από την πλήρη εξάρτηση από τους γονείς (κυρίως από τη μητέρα) μέχρι την ατομική αυτονομία, τόσο σε σωματικό όσο και σωματικό επίπεδο. Οι σταθμοί αυτής της διαδρομής έχουν μελετηθεί από τους ειδικούς και το γενικό συμπέρασμα είναι ότι συντελείται ένας προοδευτικός αποχωρισμός του παιδιού από τους μεγάλους που το φροντίζουν. Πώς όμως αντιδρούν οι τελευταίοι απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη; Τη χαιρετίζουν με ενθουσιασμό και με προθυμία να την υποβοηθήσουν ή εναντιώνονται αναπολώντας το «χθες», τότε που το μικρό έτρεχε να προστατευτεί στην αγκαλιά τους. Και, εν τέλει, πόσο υπερπροστατευτικοί γονείς είσαστε;
Στην πραγματικότητα, η συμπεριφορά των γονιών δε μπορεί παρά να είναι και εξωτερικά αντιφατική: από τη μια καμαρώνουν για την κάθε μικροκατάκτηση του παιδιού τους και από την άλλη άγχονται όταν αυτές οι ίδιες κατακτήσεις το απομακρύνουν κάπως από κοντά τους. Θα χρειαστεί χρόνος μέχρι να αποδεχτούν στ΄αλήθεια την αυτόνομη ύπαρξη του παιδιού τους. Μέχρι εδώ, η στάση τους είναι απόλυτα φυσιολογική.
Τα προβλήματα αναφύονται όταν διαταράσσεται η ισορροπία που βασίζεται στην εναλλαγή μεταξύ αισθημάτων υπερηφάνειας και αγωνίας για το μεγάλωμα του παιδιού και υπερισχύει η επιθυμία να σταματήσει ο χρόνος και μαζί του η ανάπτυξη του παιδιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις η μαμά και ο μπαμπάς εξακολουθούν να του φέρονται σαν να ήταν πολύ πιο μικρό και ανήμπορο, δίνοντάς του μια υπερβολική δόση αγάπης και προστασίας. Τότε είναι πάντα έτοιμοι να του συμπαρασταθούν και να επεμβαίνουν στη ζωή του. Προσπαθούν να προβλέψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και τελικά καταφέρνουν να τις δημιουργούν με τα διάφορα «κρυώνεις, βάλε το παλτουδάκι σου», «διψάς; Σου φέρνω ενα ποτήρι νερό κ.λ.π.»
Γενικά αυτοί οι γονείς, καμαρώνουν μπροστά στους άλλους, επιδεικνύοντας την παντογνωσία τους σε τι αφορά το παιδί τους και για αυτή τη «μαγική» ικανότητά τους. Είναι λες και το παιδί είναι κομμάτι του εαυτού τους και εξαιτίας αυτής της πεποίθησής τους, μόνο εκείνοι είναι σε θέση να το προστατεύσουν από τους κινδύνους του έξω κόσμου και να του δίνουν όλη τους τη στοργή.
Η ζωή του παιδιού, ακόμα κι όταν θα έχει περάσει την εφηβεία, βασικά συνίσταται σε μια προοδευτική αποκόλληση από τους γονείς: είναι μια ιστορία μικρών αλλά συνεχών αποχωρισμών, σε διάφορα επίπεδα. Η επιδίωξη των γονιών να αποφύγουν τις δυσκολίες καλλιεργώντας ένα είδος αγάπης που ενέχει την έννοια της ιδιοκτησίας, μπορεί να δημιουργήσει στα παιδιά ένα αίσθημα ενοχής, σε σχέση με την επιθυμία τους για ανεξαρτησία. Μακροχρόνια ένα παιδί εξαρτημένο από τη μητέρα του ή τον πατέρα του, γίνεται ένα άτομο ανασφαλές, δειλό και ανίκανο να αναλάβει τις ευθύνες του.
Η σιγουριά για τον εαυτό μας, που πολλοί αγωνίζονται να αποκτήσουν ακόμη και όταν έχουν ενηλικιωθεί, χτίζεται μέρα με την ημέρα, από την αρχή της ζωής. Βασίζεται στην επίγνωση ότι μπορούμε να προστρέξουμε στους άλλους σε περίπτωση ανάγκης, χωρίς ομως να θεωρούμε αυτή την ανάγκη σαν μια εξάρτηση που έχει επιβληθεί από τους έξω. Καλό λοιπόν είναι ο κάθε γονιός που νοιώθει το παιδί του κάπως «σαν ιδιοκτησία» του, να αναλύει τη συμπεριφορά του και να προσπαθεί να κατανοήσει την αξία της τάσης των παιδιών προς την αυτονομία, προτού υποκύψει στον πειρασμό να επεμβαίνει στη ζωή τους με τρόπο υπερβολικό και παράλογο.
Μερικές μητέρες παραδέχονται ότι είναι λυπημένες ή χαρούμενες, ανάλογα με τα κέφια του παιδιού τους. Δεν μπορούν να το βλέπουν να υποφέρει και θα ήθελαν να παίρνουν τη θέση του, προκειμένου να το απαλλάξουν από την οποιαδήποτε αντιξοότητα και απογοήτευση. Υπερασπίζουν το παιδί τους σαν την τίγρη, παρότι συχνά είναι γυναίκες αδύναμες και ήπιες. Δε χρειάζεται να ανατρέξουμε στις θεωρίες του Φρόιντ, για να καταλάβουμε πως μια υπερβολική ανησυχία για το μικρό μας – και ιδιαίτερα για το αγόρι – μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην πορεία του προς την ανεξαρτησία.
Συχνά τα «χαϊδεμένα» παιδιά γίνονται «μαμόθρεφτα» και μοχθούν για να ενταχθούν ήρεμα μαζί με τα άλλα. Δεν έχουν μάθει να τα βγάζουν πέρα μόνα τους και μένουν αδρανή μπροστά στις δύσκολες καταστάσεις, περιμένοντας την επέμβαση του μεγάλου. Και στο σχολικό περιβάλλον, πράγματι από το βρεφονηπιακό σταθμό, ως το δημοτικό σχολείο, τα παραχαιδεμένα παιδιά συναντούν τις πρώτες δυσκολίες.
Είναι πολύ σημαντικό συνεπώς, να γνωρίζουν οι γονείς ότι η υπερπροστασία συνήθως έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιθυμούν και είναι απαραίτητο να τηρούν μια διακριτική τους στάση. Από την άλλη, τα παιδιά πρέπει να αφήνονται να κάνουν λάθη, να μαθαίνουν και να προχωρούν στη ζωή με τις δικές τους επιλογές. Μόνο έτσι αναπτύσσονται σωστά και ουσιαστικά.
Από το βιβλίο: Επάγγελμα μητέρα, Ανάπτυξη Διαπαιδαγώγηση από τη Γέννηση έως την Εφηβεία, Εκδόσεις ΚΕΝΤΙΚΕΛΕΝΗ