Όταν μελετάται από τους ειδικούς η παιδική εξέλιξη, υπάρχει πάντα το ερωτηματικό: το παιδί είναι προϊόν του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και των εμπειριών που δοκιμάζει ή η μοίρα του είναι βιολογικά προδιαγεγραμμένη; Εκείνο που δείχνει να είναι βέβαιο, είναι ότι τόσο η κληρονομικότητα όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες συντείνουν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, παραμένει ωστόσο αναπάντητο κατά πόσο είναι έμφυτες και κατά πόσο επίκτητες οι ιδιότητες των ανθρώπινων όντων.
Διάσημοι φιλόσοφοι και μελετητές υποστηρίζουν ότι το μωρό είναι ένα «ζυμάρι» την ώρα που γεννιέται. Ένα «ζυμάρι» που πάνω του χαράσσονται ανεξίτηλα τα «σημάδια» των γονέων του και όσων το περιβάλλουν, καθώς και των όσων του συμβαίνουν. Τα διάφορα σημάδια, που συσσωρεύονται με τα χρόνια ολοκληρώνουν το άτομο, δίνοντάς του τα ιδιαίτερα του χαρακτηριστικά και μια πολύ συγκεκριμένη προσωπικότητα. Στην ουσία το επίκτητο επικρατεί του έμφυτου.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, γίνεται δεκτό ότι τα μικρά επηρεάζονται από τα πρόσωπα και το περιβάλλον, τα οποία μπορούν να λογοκρίνουν και να έχουν τον έλεγχο του τόσο νεαρού μυαλού τους κι έτσι διαμορφώνουν την προσωπικότητα και τς κλίσεις του παιδιού σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Με βάση την παραπάνω άποψη, τα γούστα η οι κλίσεις που βλέπουμε σε παιδιά 5-6 ετών, δεν είναι παρά συνέπεια της γονικής διαπαιδαγώγησης. Π.χ στην περίπτωση ενός παιδιού που δείχνει να έχει μια εξαιρετική προδιάθεση στα μαθηματικά και ήδη σε αυτή την ηλικία ξέρει να μετράει και να μαθαίνει τις αριθμητικές πράξεις με μεγάλη ευκολία, δεν πρέπει να νομίσουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια ιδιοφυΐα.
Κανένα παιδί, σύμφωνα με τη θεωρία του ρόλου περιβάλλοντος, δε μπορεί να χαρακτηρισθεί «γεννημένο ιδιοφυΐα». Αν στο μικρό αρέσουν οι προσθέσεις και οι αφαιρέσεις, προφανώς πρέπει να είναι πολύ εξοικειωμένο με την πειθαρχία. Πρέπει δηλαδή να έχει λάβει «μαθηματική» διαπαιδαγώγηση μέσω της οποίας έχει συνηθίσει να «παίζει» με τους αριθμούς, όπως κάνει και με τα παιχνίδια του. Κι αυτό, γιατί ο πατέρας ή η μητέρα του ή και οι δυο είναι «μαθηματικοί» τύποι (διδάσκουν την ύλη, τη χρησιμοποιούν στη δουλειά τους, είναι το χόμπι τους).
Στον αντίποδα βρίσκονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη της προσωπικότητας του κάθε ατόμου δεν είναι παρά η πραγμάτωση προδιαθέσεων και τάσεων που υπάρχουν από τη στιγμή της γέννησης.
Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, το παιδί γεννιέται προικισμένο με ένα «χρωμοσωμικό υλικό» που αφορά ακόμα και τις ψυχολογικές πλευρές του χαρακτήρα του, είναι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένο. Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και η κλίση προς ορισμένες σπουδές δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από τη διαπαιδαγώγηση. Για παράδειγμα, η αγάπη για τη ζωγραφική μπορεί να εξηγηθεί από κάποιο καλλιτεχνικό ταλέντο που το παιδί έχει κληρονομήσει από τους δικούς του. Ή το γεγονός ότι ένα παιδί τα καταφέρνει καλύτερα στην ανάγνωση από ένα άλλο στο σχολείο, εξαρτάται αποκλειστικά από τη βιολογική του προδιάθεση στη μελέτη.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας περί περιβάλλοντος, το παιδί είναι «προγραμματισμένο» από τα πρώτα χρόνια να είναι πιο «πραγματιστής» ή πιο «καλλιτέχνης», να αγαπάει τη μουσική ή να αρνείται κάθε μορφή μουσικής έκφρασης. Η άποψη του αντίθετου στρατοπέδου είναι ότι, όποια προσπάθεια κι αν γίνει, το παιδί είναι προορισμένο να παρουσιάσει αργά ή γρήγορα τις κλίσεις που περιέχονται στο γενετικό του υλικό. Ωστόσο, μια απλή παρατήρηση μπορεί να διαψεύσει και τις δυο απόψεις: δυο αδέλφια που μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια και με τις ίδιες αρχές διαπαιδαγώγησης συχνά εμφανίζουν αργότερα εντελώς αντίθετους χαρακτήρες και δείχνουν εντελώς διαφορετικές κλίσεις ή επιλέγουν εντελώς ασυμβίβαστους τρόπους ζωής.
Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτές τις διαφορές, χωρίς να παραδεχτούμε ότι, εκτός από την κληρονομικότητα από τη μια και τη διαπαιδαγώγηση από την άλλη, το κάθε άτομο έχει το δικό του τρόπο αντιμετώπισης και επεξεργασίας των όσων του διδάσκονται ή του συμβαίνουν;
Από το βιβλίο: Επάγγελμα μητέρα, Ανάπτυξη Διαπαιδαγώγηση από τη Γέννηση έως την Εφηβεία, Εκδόσεις ΚΕΝΤΙΚΕΛΕΝΗ