Στα πρώτα χρόνια της ζωής του το μωρό, περνάει μια πολύπλοκη ακολουθία «φάσεων χεριού». Είναι σαν ένα εκκρεμές που πηγαίνει αριστερά και δεξιά, ευνοώντας πρώτα το ένα χέρι και μετά το άλλο. Όταν το εκκρεμές σταματήσει να κινείται, το παιδί σταθεροποιείται στο ένα χέρι και γίνεται είτε αριστερόχειρας, είτε δεξιόχειρας για το υπόλοιπο της ζωής του. Όσο όμως συνεχίζει να ταλαντεύεται δεν υπάρχει ξεκάθαρη ένδειξη για το που θα σταματήσει.
Αν προσφέρετε σε ενα μωρό ένα αντικείμενο, συνήθως θα απλώσει συγχρόνως και τα δύο του χέρια. Οι κινήσεις των χεριών δεν είναι καθόλου ακριβείς και θα κυριαρχεί μία το ένα χέρι και μια το άλλο. Έτσι σε τούτη την αρχική φάση δεν υπάρχει ροπή προς το δεξί ή το αριστερό χέρι. Όταν του προσφέρετε ένα αντικείμενο στους τέσσερις μήνες, το μωρό θα απλώσει το ένα του χέρι και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτό θα είναι το αριστερό. Προσεκτικές μελέτες έχουν αποκαλύψει πως η αριστερή προδιάθεση σε αυτή την αναπτυξιακή φάση δεν σχετίζεται με τις προτιμήσεις στο χέρι. Μάλιστα η προδιάθεση του αριστερού εξαφανίζεται στους έξι μήνες και δεν υπάρχει κάποιο χέρι που να επικρατεί.
Γύρω στους επτά μήνες το εκκρεμές σταματάει στα δεξιά. Το μωρό εξακολουθεί να πειραματίζεται πότε με το ενα χέρι και πότε με το άλλο, αλλά η γενικότερη προδιάθεση κλείνει προς τη δεξιοχειρία. Ωστόσο η κλήση πρός το δεξί εξαφανίζεται στους οκτώ μήνες και το μωρό χρησιμοποιεί το ίδιο και τα δύο του χέρια. Το εκκρεμές σταματάει ξανά στο αριστερό χέρι στους εννέα μήνες, φάση κατά την οποία το μωρό δείχνει πολύ εντονότερη προτίμηση στο χέρι αυτό. Στους δέκα μήνες γίνεται άλλη μια αλλαγή και για άλλη μια φορά κυριαρχεί το δεξί χέρι. Κάποια στιγμή γύρω στους 11 μήνες, το μωρό μπορεί να επιστρέψει πάλι στο αριστερό χέρι, για την πλειονότητα όμως το δεξί θα παραμείνει το κυρίαρχο. Αυτή η κατάσταση επιμένει ως το τέλος του πρώτου χρόνου και μπορεί κανείς να υποθέσει πως το θέμα του χεριού έχει καθοριστεί για πάντα. Δεν είναι όμως έτσι.
Πλησιάζοντας στους 20 μήνες επιστρέφει το μπέρδεμα και το μωρό χρησιμοποιεί πάλι και τα δύο χέρια, χωρίς ξεκάθαρα δείγματα προτίμησης. Στο τέλος του δεύτερου χρόνου, το δεξί χέρι του κατέχει άλλη μια φορά τον κυρίαρχο ρόλο. Τότε ανάμεσα στα δύο και μισό με τρία και μισό, το νήπιο περνάει από μια τελευταία φάση σύγχυσης όπου κανένα χέρι δεν επικρατεί. Κατόπιν, γύρω στα τέσσερα, το παιδί σταθεροποιεί πια την προτίμηση στο αριστερό ή το δεξί του χέρι.
Σε αυτή τη φάση το ένα στα δέκα παιδιά είναι αριστερόχειρας και εννέα στα δέκα δεξιόχειρες. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα γιατί τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν τόσο ισχυρή προδιάθεση προς τη δεξιοχειρία. Αυτό που γνωρίζουμε από μελέτες αρχαίων λαβών τσεκουριών είναι πως η προδιάθεση υπάρχει τουλάχιστον εδώ και 200.000 χρόνια.
Πιθανές ερμηνείες προκύπτουν από τον τρόπο που ένα αγέννητο μωρό ξαπλώνει μέσα στη μήτρα της μητέρας του, όταν βρίσκει τη θέση που προτιμάει προς τα τέλη της εγκυμοσύνης. Το μεγαλύτερο ποσοστό ξαπλώνει με το δεξί πλευρό κοντά στην επιφάνεια του σώματος της μητέρας. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως η δεξιά πλευρά του εμβρύου, δέχεται περισσότερα ερεθίσματα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και εξελίσσεται περισσότερο από την αριστερή. Ανατομικά υπάρχουν περισσότερα νεύρα που οδηγούν στη δεξιά πλευρά του εμβρύου, παρά στην αριστερή. Και όταν γεννιέται ένα μωρό δείχνει εντονότερη ηλεκτρική δραστηριότητα στην πλευρά του εγκεφάλου που ελέγχει τη δεξιά μεριά του σώματος. Ίσως από πολύ νωρίς υπάρχει μια ελαφριά τάση προς τα δεξιά.
“Το μωρό μου”