Συνήθως ένα παιδί αρχίζει να διαβάζει και να γράφει γύρω στα 6 χρόνια. Και μαθαίνει να το κάνει αυτό στο δημοτικό σχολείο, όπου υποχρεωτικά εγγράφεται στην ηλικία αυτή. Ωστόσο πολλά παιδιά είναι σε θέση να μάθουν να διαβάζουν ένα η δύο χρόνια πριν από την ηλικία του σχολείου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι γονείς πρέπει να πιστεύουν ότι έχουν στο σπίτι τους μια μικρή ιδιοφυΐα.
Τηλεόραση, εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία καθώς και μια γενική άνοδος του πνευματικού επιπέδου υποβάλλουν συνεχώς τα παιδιά σε μια ποσότητα ερεθισμάτων, πολύ μεγαλύτερη από ότι στο παρελθόν. Και παρόλο που δεν υπάρχουν ακόμα επιστημονικές αποδείξεις, πολλές ενδείξεις μας κάνουν να πιστεύουμε ότι τα ερεθίσματα αυτά, όπως η πρόωρη μάθηση της γραφής βοηθούν στην πιο γρήγορη ανάπτυξη, σε σχέση με το παρελθόν, των ικανοτήτων αντίληψης, ορθολογισμού και προσανατολισμού.
Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα αν ο μπαμπάς και μαμά πρέπει να παροτρύνουν το παιδί τους να μάθει να γράφει και να διαβάζει πριν ακόμα πάει στο δημοτικό σχολείο.
Μερικοί ειδικοί στην ψυχολογία της εξελικτικής ηλικίας υποστηρίζουν ότι αν ο γονιός κινείται από ενθουσιασμό προς την πρωτοβουλία αυτή, θα καταφέρει ασφαλώς να μεταδώσει στο παιδί του την επιθυμία να μάθει. Άλλοι δέχονται ότι είναι μια χρήσιμη πρωτοβουλία, αρκεί οι γονείς να είναι αντιλαμβάνονται προσεκτικά τις ανάγκες του παιδιού. Και αυτό γιατί, μερικές φορές, μπορεί να υποκρύπτει εξαναγκασμό.
Για παράδειγμα, γονείς που έχουν πρόβλημα με τη δική τους μόρφωση μπορεί μέσα από το παιδί τους να αναζητούν μια μορφή αυτοεπιβεβαίωσης. Ωστόσο στις περιπτώσεις αυτές, ελλοχεύει ο κίνδυνος να δοθεί έμφαση στην πνευματική πλευρά, που θεωρείται σπουδαιότερη και να υποτιμηθεί η κοινωνική ζωή του παιδιού, το παιχνίδι και η διασκέδαση, που θεωρούνται όμως απαραίτητα για το παιδί. Αν μπορούμε συνεπώς, να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο δε θα υποβάλλουμε, έστω και αθέλητα, το παιδί σε αυτή τη δοκιμασία, το να το μάθουμε να διαβάζει και να γράφει στα χρόνια πριν το δημοτικό σχολείο, μπορεί να αποδειχθεί πολύ χρήσιμο.
Δεν υπάρχει. Στην πραγματικότητα, το σχολείο είναι εκείνο που πρέπει να μάθει στο παιδί μας να διαβάζει και να γράφει. Αν όμως το ίδιο το παιδί έχει ανακαλύψει ήδη τη γοητεία του βιβλίου νωρίτερα, η προσέγγιση στο σχολικό κείμενο θα είναι πιθανόν ακόμα πιο εύκολη και κατά συνέπεια θα γίνει πιο ευχάριστη η μάθηση.
Σε ποια ηλικία, λοιπόν, είναι καλύτερα να μάθουν οι γονείς τα παιδιά τους να διαβάζουν και να γράφουν; Στα τέσσερα ή στα πέντε χρόνια, διερωτώνται;
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει μια κωδικοποιημένη ηλικία για την ανάγνωση και τη γραφή, μια καθορισμένη ηλικία στην οποία το παιδί αποκτά την ικανότητα να καταλαβαίνει ότι μια λέξη ή μια εικόνα αντιπροσωπεύει ένα αντικείμενο, ένα πρόσωπο η ένα ζώο. Μια ηλικία στην οποία, για παράδειγμα, το παιδί καταλαβαίνει ότι η λέξη «γάτα» αναφέρεται στο οικόσιτο αιλουροειδές. Και αν η ηλικία των 6 ετών είναι εκείνη που έχει καθοριστεί για την εισαγωγή στο σχολείο, στη σημερινή εποχή δεν αντιστοιχεί με την πρώτη επαφή των παιδιών με το βιβλίο και το μολύβι, ούτε και με τη δυνατότητά του να γράφει το όνομά του, να μετρά με μικρούς αριθμούς ή να συλλαβίζει μικρές προτάσεις. Αλλά κάθε παιδί έχει τους δικούς του χρόνους και αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση.
Πώς πρέπει όμως να φερθούν οι γονείς; Το παιδί μπορεί να μάθει να διαβάζει και να γράφει από πολύ νωρίς, αν του επιτρέψουν να το κάνει, αν του δώσουν δηλαδή τα μέσα και την ευκαιρία. Οι γονείς είναι εκείνοι που πρέπει να το καθοδηγήσουν. Αλλά με ποιον τρόπο;
Όταν το παιδί είναι ακόμα τεσσάρων ή πέντε χρονών, δεν είναι σε θέση να διαβάσει μόνο του ή να καταλάβει τις λέξεις ενός βιβλίου. Μπορεί όμως να δώσει προσοχή στις εικόνες, να αναγνωρίζει πρόσωπα, αντικείμενα, τοποθεσίες ή καταστάσεις και αυτό αποτελεί ήδη για το μικρό μια πολύτιμη εμπειρία. Όμως και πάλι χρειάζεται δίπλα του την παρουσία του γονέα, ο οποίος θα του μιλάει για τις εικόνες που βλέπει: η ανάγνωση των εικόνων προετοιμάζει το παιδί για την ανάγνωση του κειμένου που θα έρθει αργότερα.
Ένας άλλος τρόπος για να κάνετε το παιδί σας να αγαπήσει τα βιβλία είναι να του διαβάζετε μεγαλόφωνα ιστορίες και παραμύθια, φροντίζοντας όμως να αλλάζετε τον τόνο της φωνής σας: να γίνεται πιο δραματικός ή πιο αστείος, ανάλογα με την περίπτωση. Έτσι θα του τραβήξετε την προσοχή και θα τον «μυήσετε» συγκινησιακά στην ανάγνωση. Ένα παιδί που ζει έντονα μια ιστορία που του διηγούνται, εξηγεί ο Ιταλός παιδίατρος Μαρτσέλλο Μπερνάρντι “και που παίρνει μέρος σε αυτή τη φαντασία, θα έχει στη συνέχεια την επιθυμία το ίδιο να διηγηθεί ιστορίες, να τις ξαναζήσει χωρίς να ζητήσει τη βοήθεια κανενός. Και αυτό θα το κάνει αμέσως μόλις αποκτήσει εκείνη την ικανότητα που θα του επιτρέψει να το κάνει, δηλαδή την ικανότητα ανάγνωσης”.
Αν θέλουμε να κάνουμε ένα παιδί να αγαπήσει το διάβασμα, δεν είναι απαραίτητο να του δώσουμε ένα ειδικό βιβλίο. Ακόμα και αν ξεφυλλίζει οποιοδήποτε βιβλίο, αναζητά μια εικόνα ή ακούει τη μαμά, το μπαμπά, τον παππού ή τη γιαγιά να του διαβάζει μεγαλόφωνα μια ιστορία, είναι με τον τρόπο του αναγνώστης. Πολλοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι ακόμα και οι εφημερίδες ή τα εικονογραφημένα περιοδικά είναι ένα καλό μέσο για να έρθει το παιδί κοντά στο διάβασμα. Πάντα, όμως, πρέπει να βρίσκεται μαζί του κάποιος που θα το βοηθήσει να κατανοήσει τις εικόνες που βλέπει, γιατί διαφορετικά θα κουραστεί γρήγορα.
Εκείνο που πρέπει να έχετε υπόψη σας, είναι πως η γραφή δεν παράγεται μόνο με τα συμβατικά σύμβολα που μαθαίνουμε όλοι στο σχολείο. Για ένα μικρό παιδί μια μουντζούρα είναι η μοναδική δυνατότητα να εκφραστεί. Μην αποπαίρνετε ποτέ το παιδί όπως και αν γράφει, ότι και αν ζωγραφίζει. Είναι σημαντικό για εκείνο να δείχνετε ενθουσιασμό και ενδιαφέρον για όλα όσα γράφει, έστω κι αν πρόκειται μονάχα για μουντζούρες ή ακατανόητα σύμβολα. Ακόμα και η «μουντζούρα» έχει τη δική της σημασία της στην ψυχή του.